- ἀπόζευξις
- ἀπόζευξιςunyokingfem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἀπόζευξιν — ἀπόζευξις unyoking fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
απόζευξη — η (Α ἀπόζευξις) [αποζευγνύω] νεοελλ. η αποσύνδεση αρχ. το λύσιμο ζώου από τον ζυγό … Dictionary of Greek
ἀποζεύξῃ — ἀποζεύξηι , ἀπόζευξις unyoking fem dat sg (epic) ἀποζεύγνυμαι aor subj mid 2nd sg ἀποζεύγνυμαι aor subj act 3rd sg ἀποζεύγνυμαι fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)